Για πώς μπορώ να κελαηδώ; Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λιαλιά μου». Χρόνης Αηδονίδης. Απών! Μήπως είναι ψέμα; Υψιπέτη σταυραετέ, πώς σου κόπηκαν οι φτερούγες; Ασίγαστο καλλικέλαδο αηδόνι, πώς χάθηκε η γλυκιά λαλιά σου; Δυστυχώς, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, για το πικρό ποτήρι. Θλίψη και πόνος με κατάκλυσαν στο θλιβερό άγγελμα του χαμού σου. Παρότι προϊδεασμένος, αποσβολώθηκα. Σαν βαρύ μαύρο πέπλο έπεσε πάνω σε όλο τον κόσμο των μουσικών η αλγεινή είδηση του τέλους σου. Λυσίκομη θρηνολογεί γοερώς κι αυτή η δημοτική μούσα για την μεγάλη απώλεια του αφοσιωμένου και πολυαγαπημένου της τέκνου, του πιστότερου και κορυφαίου εκφραστή της.
Μεγάλε και αγαπημένε φίλε – αδελφέ μου Χρόνη. Δεν ήθελα να φτάσει ποτέ αυτή η οδυνηρή ώρα του αποχωρισμού μας. Όμως, η νομοτέλεια είναι άτεγκτη και απαράβατη. Απομένουν τα έργα του καθενός και οι αναμνήσεις στους ζώντες. Στη μοναδική περίπτωσή σου όμως, πώς να περιγραφούν και να περιοριστούν έργα σου και αναμνήσεις μας μέσα σε λίγες αράδες; Τι να πρωτοεξάρει κανείς από τον αδαμάντινο χαρακτήρα σου, την σπάνια προσωπικότητά σου και το τεράστιο και πολύτιμο εθνικοπολιτισμικό σου έργο; Η σφραγίδα της άνωθεν δωρεάς, αδελφέ μου, σε προίκισε με άφθονα και αξιοζήλευτα χαρίσματα, για την περιγραφή των οποίων θα καλυπτόταν ολόκληρος τόμος. Ως ακροθιγή αναφορά μόνο, παραθέτω τα επόμενα.
Η ανατολή του άστρου σου σημειώθηκε στην ακριτική Καρωτή του Διδυμοτείχου το 1928. Ήρθες στον κόσμο προικισμένος πλουσιοπαρόχως με τη σφραγίδα της άνωθεν δωρεάς. Μέσα στα πολλά και ασύγκριτα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματά σου διακρίνονταν και το πηγαίο μουσικό ταλέντο σου, ο ένθερμος ζήλος για τις μουσικές μας παραδόσεις, το οξύτατο μουσικό αισθητήριό σου και η σπάνια απαλή, βελούδινη, ευλύγιστη και εκφραστική ηδυμελίφθογγη φωνή σου. Με πρώτους δασκάλους τον καλοκάγαθο λευΐτη πατέρα σου, τον παπα – Χρήστο στη βυζαντινή μουσική και την μάνα σου, πρεσβυτέρα Χρυσάνθη στα τραγούδια, άρχισες τα πρώτα κελαηδήματα. Ως γυμνασιόπαιδο μελετούσες και βυζαντινή μουσική κοντά στον αξιόλογο ψάλτη Μιχ. Κεφαλοκόπτη. Το 1950 που εγκατασταθήκατε στην Αθήνα, σπουδάζοντας οικονομικά, ολοκλήρωσες και τις μουσικές σπουδές σου κοντά στον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Θ. Χατζηθεοδώρου. Τότε σε ανακάλυψαν και οι παραγωγοί σχετικών ραδιοφωνικών εκπομπών και σε κάλεσαν να κοσμήσεις τις εκπομπές τους. Και ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν για πρώτη φορά ακούστηκε από τα ραδιόφωνα η μελίρρυτη αγγελική φωνή σου. Ήταν η πρώτη φορά, που το βυζαντινόχρωμο και περίτεχνο θρακιώτικο δημοτικό τραγούδι ακουγόταν πέρα από τα στενά όρια της Θράκης, ερμηνευόμενο από τον πηγαίο, πρώτο και κορυφαίο αηδονολάλητο εκφραστή του, τον Χρόνη Αηδονίδη, που έμελλε να σφραγίσει ως σήμα κατατεθέν την έκφραση και την απόδοση αυτού του τραγουδιού. Έκτοτε, μέσω των ερτζιανών, οι αιθέρες γέμιζαν με την ηδυμελίφθογγη φωνή σου και τις εκλεπτυσμένες ερμηνείες σου. Έτσι, ταχύτατα μεσουράνησε το υπέρλαμπρο άστρο σου και διατηρήθηκε φεγγοβόλο στο καλλιτεχνικό στερέωμα επί επτά δεκαετίες. Με τις διαρκείς ραδιοφωνικές μεταδόσεις, τις τηλεοπτικές εμφανίσεις σου, την πλουσιότατη και ανεκτίμητη δισκογραφία σου, την ανεξάντλητη φιλοπονία σου στις έρευνες και στις μελέτες της μουσικής μας, τις άπειρες εμφανίσεις σου σε συναυλίες και διάφορες εκδηλώσεις και τέλος τις πολύτιμες διδασκαλίες σου στους νεότερους, επαξίως αναδείχτηκες κορυφαίος πυλώνας στο χώρο των μουσικών μας παραδόσεων και απαράμιλλος ερμηνευτής του Θρακιώτικου, Πολίτικου και γενικά του Μικρασιάτικου τραγουδιού και, βέβαια, Μέγας Διδάσκαλος του είδους. Ακλόνητο και ισόβιο στήριγμά σου στα πάντα, η αξιολογότατη και αγαπημένη σου σύζυγος και – επίσης – πολυαγαπητή μας φίλη κ. Φωτεινή. Ο Θεός, μπορεί να μην σας χάρισε παιδιά, όμως οι υπερκαλωσυνάτοι χαρακτήρες σας κέρδισαν τον σεβασμό και την αγάπη των παιδιών των συγγενών, των φίλων, των γνωστών, των παιδιών όλου του κόσμου.
Ευτυχής συγκυρία μας ένωσε προ πεντηκονταετίας περίπου. Ο φιλικός – αδελφικός δεσμός μας αποδεικνυόταν εμπράκτως σε κάθε περίπτωση. «Αγάλ’ – αγάλια χτένι μου» τραγούδησες περιπαθέστατα αδελφέ μου στο νυφιάτικο χτένισμα της κόρης μου, (που την είχες κι εσύ σαν κόρη σου) και ράγισες καρδιές. Η μνήμη μου ανακαλεί ακόμα – τις άψογες κοινές εμφανίσεις μας σε συναυλίες και διάφορες εκδηλώσεις, τις κοινές συνεντεύξεις μας σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, τα πολλά και αξέχαστα οικογενειακά – φιλικά γλέντια μας και τις ατέλειωτες μουσικολογικές συζητήσεις μας. (Ω, που με φέρνεις μάγισσα και πλάνα φαντασία!). Από την μεγαλοσύνη και την καλοσύνη σου θα υπάρχουν για πάντα τυπωμένα, το υμνητικό προς την ελαχιστότητά μου κριτικό σημείωμά σου, που είναι καταχωρημένο στο εκδοθέν το 1998 μελοποιητικό έργο μου, «ΗΧΩ Β.Ε.Μ. ΟΡΘΡΟΣ», καθώς και η ιδιόχειρη αδελφική αφιέρωσή σου στο ιστορικό δισκογραφικό σου έργο, «Τ’ αηδόνια της Ανατολής», που μου έκανες την τιμή να ζητήσεις τη συνεργασία μου.
Όμως, «τα πάντα ρει». Έτσι, μετά από εννιάμισι δεκαετίες έδυσε το υπέρλαμπρο άστρο σου. Ωστόσο, έμεινε πίσω εντονότατο το αντιφέγγισμά σου, το οποίο, ως γιγάντιος φωτεινότατος φάρος θα σελαγίζει εσαεί στα πέρατα του ελληνισμού. Παρά πάντων σου οφείλονται ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη.
Αγαπημένε και πανάκριβε φίλε – αδελφέ μου. Μόνο σωματικώς μας λείπεις. Η σκιά σου μας συντροφεύει και μας αγκαλιάζει στοργικά. Σε νιώθουμε κοντά μας όπως πάντα, ευπροσήγορο καλόψυχο, μειλίχιο, ακόμπαστο, ειλικρινή και καλοσυνάτο. Σε διαβεβαιώνουμε ότι το θρυλικών διαστάσεων όνομά σου θα διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά ολοένα και εντονότερα. Οι θρύλοι ποτέ δεν πεθαίνουν. Ανυπέρβλητε Χρόνη μου, δέξου τούτες τις δακρύβρεχτες αράδες, που με θλίψη και άφατο ψυχικό πόνο σου αφιερώνω, συνοδευόμενες από τις εκ βαθέων ευχές μου, όπως καταταγεί μετά των αγίων η αγνή ψυχή σου, πούπουλο να είναι το χώμα που σε σκεπάζει και η μνήμη σου αιωνία.
Τι κι αν διαβαίνουν οι καιροί, τι κι αν περνούν οι χρόνοι;
Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονούμε.
Ο αείποτε φίλος – αδελφός σου
Θεόδωρος Ακρίδας
Μουσικολόγος – Πρωτοψάλτης
π. Πρόεδρος της Πανελ. Εν. Προασπ. Εθνικής Μουσικής
«ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ»