Η νέα ποιητική συλλογή του Ημαθιώτη ποιητή Γρηγόρη Σακαλή, φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Άχρονη Μετάβαση’. Μία μετάβαση στο εικονοκλαστικό πεδίο της ποίησης, στο ‘σώμα’ όπου κατατίθενται μείζονες προθέσεις, ενοχές και διαψεύσεις. Διατηρώντας σημάνσεις της προηγούμενης ποιητικής του συλλογής, η ‘Άχρονη Μετάβαση’ διατηρεί στοιχεία μίας ποιητικότητας η οποία υπενθυμίζει διαρκώς τους λόγους της παρουσίας της ίδιας της ποίησης η οποία δύναται να ‘ρηγματώσει’ τα επάλληλα ‘γιατί’..
Προσδιορίζοντας μία ιδιαίτερη αμεσότητα, τα πλαίσια της αναβολής, της διάψευσης & της προσδοκίας, ο ποιητής εγγράφει στην ποίηση του ζωές που εκ-φεύγουν από την πεπατημένη, εννοιολογεί τον έρωτα ως απόσταση αλλά και ως καθημερινή άφεση, προσιδιάζοντας προς την ‘κατασκευή’ ενός ανήκειν το οποίο φέρει την απορία, με τους όρους και τις πλαισιώσεις μίας ιδιαίτερης Ντερριντιανής «επαναληψιμότητας»: τι σημαίνει να ζεις στο ή το ‘τώρα’; Τι δύναται να σημάνει η ίδια η «επαναληψιμότητα» των πεδίων της εντροπίας; Η «επαναληψιμότητα» του παράλογου φόβου;
Συναρθρώνοντας το ατομικό με το συλλογικό, ή, διαφορετικό ειπωμένο, την ατομικότητα εντός του περιβάλλοντος των συλλογικών ρυθμίσεων, η ποιητική γραφή αναφέρει τα πλαίσια μίας εμπρόθετης μνήμης η οποία δια-κρατεί την ένταση της, ασκείται στις λειτουργίες του γειωμένου προσδιορισμού, της μετρικής απεύθυνσης σε μία ποιητική ‘ασυμβατότητα’, εκεί όπου η επωνυμία του ποιητή καθίσταται το περιεχόμενο και η προβολή της θυσίας του, η ‘σπειροειδής’ λέξη-γλώσσα προς τους άλλους, η ζώσα ιστορικότητα της καταγραφής & της απόδοσης προσώπων..
Αναπαριστώμενοι ως η ενσάρκωση της απειλής, οι ποιητές εκτελούνται, στην Ισπανία της Λορκικής άρθρωσης της λαϊκότητας ως τραγωδία, της συνύφανσης δοτικότητας και καταφυγής στη δοτικότητα, στην Ελλάδα της στιβαρής λογικής, στο αντεστραμμένο είδωλο της οποίας εμφανίζεται ‘παραμορφωτικά’ ο Νικόλας Άσιμος της υπόμνησης και της ανάδειξης των αντιφάσεων-αντιθέσεων, της εκ νέου επινόησης της εκτατικής τραγουδοποιίας και ενός εαυτού που χάνεται στις απολήξεις του ορίζοντα. Τέμνοντας τον λόγο και την παρουσία ποιητών, ο Γρηγόρης Σακαλής μεταβαίνοντας και επιστρέφοντας στη δι-υποκειμενικότητα των εντυπώσεων: «Σαν ξημερώσει ξεκινούν αποσπάσματα να σκοτώσουν τους ποιητές. Στην Ισπανία, την Ελλάδα την Ιταλία. Μαύρα καθεστώτα τους φυλακίζουν ως απροσάρμοστους τους βασανίζουν τους εκτελούν. Αχ Φεντερίκο Νικόλα Άσιμε και τόσοι άλλοι το αίμα σας δεν πάει χαμένο ποτίζει για πάντα το δέντρο της λευτεριάς. Κι όλοι εσείς που σας έπνιξαν το αλκοόλ τα ναρκωτικά τα ψυχοφάρμακα». [1]
Δίνοντας στο ποίημα τον τίτλο ‘Θυσία’, ο ποιητής επαναπροσδιορίζει την απεύθυνση, δια-ρρηγνύει τις πλαισιώσεις του συμβολικού, προστρέχει στην υπόμνηση των δυνατοτήτων απελευθέρωσης, κοινωνικής απελευθέρωσης, ανα-καλώντας το έργο και την παρουσία ποιητών που θέτουν και αντι-παραθέτουν τις λέξεις στον κανόνα, θυσία στο βωμό της αναγκαιότητας: κάθε λέξη, το περιεχόμενο και η ενδεχομενικότητα της, το αίμα ως δι-επαφή, κλείνοντας με την ίδια και την άλλη εμπιστοσύνη: «Κι όλοι εσείς που σας έπνιξαν το αλκοόλ τα ναρκωτικά τα ψυχοφάρμακα», σε μία ιδιαίτερη ‘παρηγορία του εφικτού’ η οποία, την κρίσιμη στιγμή, ανασημαίνει τους όρους μίας ποίησης των θεάσεων, του τιμήματος της λέξης και της αναφοράς.. Για κάθε Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, η παρουσία της εν-σώματης ποίησης, η «επαναληψιμότητα» του μέσου ανθρώπου: μία μομφή στο χώρο και στο χρόνο..
Διακρατώντας ως διαρκές διακύβευμα την ίδια την ποίηση, ο ποιητής ενσωματώνει τις εκφάνσεις του σύνθετου και αντινομικού κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, προσθέτει τις όψεις μίας σκληρής και φορτικής καθημερινότητας, στηλιτεύοντας τις μορφές που προσλαμβάνει η κοινωνική αδικία, και, επανεγγράφοντας τους όρους ανα-διαμόρφωσης του νεοφασισμού-νεοναζισμού υπό το πρίσμα της ‘γενεαλογίας της εθνικής οικειότητας’.
Η Χρυσή Αυγή, δεν κατονομάζεται, αλλά υπαινίσσεται, με ένα ποιητικό τέχνασμα που φέρει επίσης τις αναπαραστάσεις στις οποίες προβαίνει η ‘Αγία’ ελληνική οικογένεια, τις αναπαραστάσεις του μοναδικά ‘αληθινού’ & του αντιστικτικά ‘μολυσματικού’. Στις προκείμενες της ποίησης του Γρηγόρη Σακαλή, η διαδικασία του εκ-φασισμού εκκινεί από τους ίδιους τους ορισμούς-προσδιορισμούς που επιφέρει, από την ‘ανελέητη’ δαιμονοποίηση ενός ‘ανελέητου’ εχθρού, με την ποίηση του, ρητά και υπόρρητα, να εστιάζει στην ασκούμενη βία της έκθεσης, στη βία ως τροπικότητα, καθώς και στην ‘επωνυμία’ του μη-αποδοτικού, του υποδείγματος ‘δεν ταιριάζετε’. Το μίσος ‘διεισδύει’ στο κοινωνικό ‘σώμα’ και σε μερίδες του, ανασυνθέτοντας τον κανόνα ενός κρισιακού όσο και ‘από τα κάτω’ εθνικισμού των προφυλάξεων, με αφορμή την όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος.
«Συρματόπλεγμα σκηνή χιόνι παντόφλες Έξω απ’ το συρματόπλεγμα φασιστικά βοοειδή μπουνιές βία. Αστυνομικοί κοιτάζουν αδιάφορα χασκογελούν συνέργεια Χριστιανοί κατά δήλωση τους δεν θέλουν ξένα παιδιά Άρρωστη κοινωνία Νομίζει ότι θα θεραπευτεί σκοτώνοντας τους αρρώστους».[2]
Και αυτό που δια-κρατείται, είναι η διά-ρρηξη, η όψη του κάθε φορά εφικτού γίγνεσθαι, η αλληγορία της ερμηνείας: ο ικέτης, το ‘σύνορο’-συρματόπλεγμα, η απειλή που αναδύεται, το μίσος που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τις προσλήψεις και τα στερεότυπα, από την δόμηση της ‘ταυτοτικής απειλής’, από την τηλεοπτικοποιημένη εκφορά του ‘θορύβου’.
Στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, ο ποιητής συν-διαλέγεται διαρκώς με την δοτικότητα, με την μνήμη που τον φέρει στο ‘τώρα’, με την ηλικιακή-βιολογική φθορά η οποία ‘επικοινωνεί’ με την ερωτική τομή, με το ‘παίγνιο’ των ερωτικών εκθέσεων, της ερωτικής αγωνίας όπως ενέχεται στο σώμα και στην προθυμία, εννοιολογώντας προοπτικές και δυνητικές μεταβάσεις, ‘χωροχρονικές’ και ‘άχρονες’, ‘άχρονες’ ως προς την διάρκεια της προσδοκίας, της ανοιχτότητας, κατά τον όρο του Σάββα Μιχαήλ.
Και ο έρωτας ανα-καλεί την ευρύτητα του, την φορά των σωμάτων σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς. Μία προσφορά που δεν ζητεί έλεος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο έρωτας τείνει προς την πυκνότητα, προς την μεταβολή των όψεων της πραγματικότητας. ΄Πειραματιζόμαστε και αισθανόμαστε αιώνιοι», έγραφε ο Μπαρούχ Σπινόζα. «Τι ωραίο να τριγυρνάω στα μάτια σου να καθρεπτίζομαι τους αγαπημένους ώμους σου ν’ αγγίζω κι ύστερα να σε παίρνω αγκαλιά σε νοητά ταξίδια να περιπλανιόμαστε σε πράσινα βουνά να χανόμαστε τα σώματα και οι ψυχές μας να ταυτίζονται πόσο θέλω να δίνουμε, να παίρνουμε ατελείωτη αγάπη οι μπόρες κι οι δυσκολίες να μας βρίσκουν μαζί τίποτα να μη μπορεί να λυγίσει τον έρωτα».[3]
Θεληματικός και κοινωνικός, ερωτικός και πολιτικός παράλληλα, ο ποιητής προσιδιάζει προς την αναζήτηση αυτού που θα αποκαλούσαμε ως ‘μηχανικής’ της ουτοπίας, ένα όνειρο το οποίο, σαν το ‘Όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου’ του Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, δια-μοιράζει και δια-μοιράζεται, ενέχοντας όψεις ενός πρωτόλειου ρομαντισμού: «Ξημέρωσε μια όμορφη μέρα ο ήλιος έλαμπε η φύση ανάσαινε ελεύθερα δεν υπήρχαν μεγαλουπόλεις παρά μόνο χωριά ούτε κτίρια-τέρατα μόνο σπιτάκια τα όπλα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και οι φαντάροι βγάλαν το χακί γύρισαν σπίτια τους να οργώσουν τη γη ν’ αγαπήσουν όμορφα νεαρά κορίτσια ο έρωτας και η εργασία να βασιλέψουν η ελευθερία να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα και να καλωσορίσει όλους τους ανθρώπους που τη ζητούν».[4] Διότι η μετάβαση και η δυνατότητα της μετάβασης προϋποθέτουν την έκθεση, την δράση της νεότητας, την κίνηση της εμπλόκισης: «Σαν βγεις μπροστά τίποτα δεν θα μπορεί να σε σταματήσει σαν έρθουν και οι άλλοι θα γίνετε λάβα είστε νέοι πότε δεν θα ξαναγίνετε αγωνιστείτε για τη ζωή αφήστε τ’ αχνάρι σας σ’αυτή τη γη δικαιολογήστε την ύπαρξη το πέρασμα σας απ’ αυτό τον κόσμο σκεφτείτε για λίγο τι έχετε να χάσετε αν αφήσετε τα πράγματα ως έχουν».[5] Το πέρασμα ως ένα Νιτσεϊκό ‘άλμα’ της ‘Τίγρης’.
Η συλλογή ‘Άχρονη Μετάβαση’ συγκεντρώνει στοιχεία ευθύβολης κριτικής, στοχευμένης δράσης, ατομικής μνήμης και ερωτικής πραγμάτωσης, με την ίδια την ποίηση των οριζόντιων προσλήψεων, να τίθεται στο επίκεντρο, αφήνοντας τις λέξεις-δέκτες να αφηγηθούν’, για να παραφράσουμε ελαφρά τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Ουρουγουανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Εδουάρδο Γκαλεάνο, ‘Οι μέρες αφηγούνται’. Και αυτό που μένει, είναι μία αίσθηση, μία αίσθηση των βεβιασμένων πραγμάτων.
Η μνήμη κινείται μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Όπως αναφέρει η Μίνα Καραβαντά: «το παρελθόν συνεχίζει να στοιχειώνει το παρόν, επαναφέροντας στην ατομική και συλλογική μνήμη τις αλήθειες των ερειπίων του».[6] Διαμέσου των ερειπίων, η ποίηση του Γρηγόρη Σακαλή αναζητεί ανθρώπινες φωνές-ετερογλωσσίες, προσδιορίζοντας την δυνητικότητα των μορφικών μεταβολών. Στην ποιητική σχάση, επέρχονται φωνές και δράσεις, οι αναζητήσεις της ‘απο-λύτρωσης’, οι όροι της συνύφανσης ποίησης και αδημονίας.
Και όπως αναφέρει ο Γιάννης Ρίτσος στην ποιητική συλλογή ‘Σφυρίγματα Τραίνων’: «Μα ίσως η αυγή να δείξει ένα καινούργιο πρόσωπο καθώς θ’ ανοίγουν τα παντζούρια με θόρυβο, ίσως η αυγή. Το φωτεινό τετράγωνο στο πάτωμα. Τα κάγκελα του κρεβατιού επιχρυσωμένα. Ένα σιδερωμένο πουκάμισο. Κ’ έξω στο δρόμο ένα παιδί που διαλαλεί τα πρώτα ελληνικά σταφύλια».[7]
[1]Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Θυσία’, Ποιητική συλλογή ‘Άχρονη Μετάβαση’, Εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα, 2017, σελ. 15.
[2]Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Μαύρο παχύρευστο μίσος…ό.π., σελ. 14.
[3]Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ταξίδι…ό.π., σελ. 25.
[4]Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Όνειρο…ό.π., σελ. 9.
[5]Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Πέρασμα…ό.π., σελ. 34.
[6]Βλέπε σχετικά, Καραβαντά Μίνα, ‘Η μετααποικιακή κριτική συναντά τη λογοτεχνική κριτική: Η ποιητική των συζεύξεων και των αντιστίξεων’, στο: Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Αποδομώντας την αυτοκρατορία. Θεωρία και πολιτική της μετααποικιακής κριτικής’, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2016, σελ. 121
[7]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ματαιωμένη Απόφαση’, Ποιητική συλλογή, ‘Σφυρίγματα Τραίνων’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2004, σελ. 25.